πριονίζω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek πριονίζω (prionízō). By surface analysis, πριόν(ι) (prión(i)) + -ίζω (-ízo).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]πριονίζω • (prionízo) (past πριόνισα, passive πριονίζομαι, ppp πριονισμένος) (transitive)
Conjugation
[edit]πριονίζω πριονίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πριονίζω | πριονίσω | πριονίζομαι | πριονιστώ |
2 sg | πριονίζεις | πριονίσεις | πριονίζεσαι | πριονιστείς |
3 sg | πριονίζει | πριονίσει | πριονίζεται | πριονιστεί |
1 pl | πριονίζουμε, [‑ομε] | πριονίσουμε, [‑ομε] | πριονιζόμαστε | πριονιστούμε |
2 pl | πριονίζετε | πριονίσετε | πριονίζεστε, πριονιζόσαστε | πριονιστείτε |
3 pl | πριονίζουν(ε) | πριονίσουν(ε) | πριονίζονται | πριονιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πριόνιζα | πριόνισα | πριονιζόμουν(α) | πριονίστηκα |
2 sg | πριόνιζες | πριόνισες | πριονιζόσουν(α) | πριονίστηκες |
3 sg | πριόνιζε | πριόνισε | πριονιζόταν(ε) | πριονίστηκε |
1 pl | πριονίζαμε | πριονίσαμε | πριονιζόμασταν, (‑όμαστε) | πριονιστήκαμε |
2 pl | πριονίζατε | πριονίσατε | πριονιζόσασταν, (‑όσαστε) | πριονιστήκατε |
3 pl | πριόνιζαν, πριονίζαν(ε) | πριόνισαν, πριονίσαν(ε) | πριονίζονταν, (πριονιζόντουσαν) | πριονίστηκαν, πριονιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πριονίζω ➤ | θα πριονίσω ➤ | θα πριονίζομαι ➤ | θα πριονιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πριονίζεις, … | θα πριονίσεις, … | θα πριονίζεσαι, … | θα πριονιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πριονίσει έχω, έχεις, … πριονισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πριονιστεί είμαι, είσαι, … πριονισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πριονίσει είχα, είχες, … πριονισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πριονιστεί ήμουν, ήσουν, … πριονισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πριονίσει θα έχω, θα έχεις, … πριονισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πριονιστεί θα είμαι, θα είσαι, … πριονισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πριόνιζε | πριόνισε | — | πριονίσου |
2 pl | πριονίζετε | πριονίστε | πριονίζεστε | πριονιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πριονίζοντας ➤ | πριονιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πριονίσει ➤ | πριονισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πριονίσει | πριονιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- πριόνισμα n (priónisma)
- πριονιστήριο n (prionistírio)
- πριονιστής m (prionistís)
- πριονιστός (prionistós)
Related terms
[edit]- see: πριόνι n (prióni, “saw”)
References
[edit]- ^ πριονίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language