Jump to content

οποίος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: όποιος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὁποῖος (hopoîos), morphologically ο- (o-) +‎ ποιος (poios).

Pronoun

[edit]

οποίος (opoíosm (feminine οποία, neuter οποίο)  relative pronoun

  1. who, which, that
    το βιβλίο το οποίο έχετε διαβάσει
    to vivlío to opoío échete diavásei
    the book which you have read
    τα άτομα τα οποία μισούν τη βία
    ta átoma ta opoía misoún ti vía
    people who hate violence
  2. (interjection, without article) what, such
    Οποία έκπληξη!
    Opoía ékplixi!
    What a surprise!

Declension

[edit]
Declension of οποίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οποίος (opoíos) οποία (opoía) οποίο (opoío) οποίοι (opoíoi) οποίες (opoíes) οποία (opoía)
genitive οποίου (opoíou) οποίας (opoías) οποίου (opoíou) οποίων (opoíon) οποίων (opoíon) οποίων (opoíon)
accusative οποίο (opoío) οποία (opoía) οποίο (opoío) οποίους (opoíous) οποίες (opoíes) οποία (opoía)
vocative οποίε (opoíe) οποία (opoía) οποίο (opoío) οποίοι (opoíoi) οποίες (opoíes) οποία (opoía)
[edit]
  • (compare with) όποιος (ópoios, whoever, whichever)