From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from πραγματ- ( pragmat- ) + -ο- ( -o- ) + -ποιώ ( -poió ) .[ 1]
IPA (key ) : /pɾaɣ.ma.to.piˈo/
Hyphenation: πραγ‧μα‧το‧ποι‧ώ
πραγματοποιώ • (pragmatopoió ) (past πραγματοποίησα , passive πραγματοποιούμαι , p‑past πραγματοποιήθηκα )
to make real , to realize , to fulfil
to carry out , to effect , to effectuate , to perform
Synonym: εκτελώ ( ekteló )
πραγματοποιώ , πραγματοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πραγματοποιώ
πραγματοποιήσω
πραγματοποιούμαι
πραγματοποιηθώ
2 sg
πραγματοποιείς
πραγματοποιήσεις
πραγματοποιείσαι
πραγματοποιηθείς
3 sg
πραγματοποιεί
πραγματοποιήσει
πραγματοποιείται
πραγματοποιηθεί
1 pl
πραγματοποιούμε
πραγματοποιήσουμε , [-ομε ]
πραγματοποιούμαστε , πραγματοποιόμαστε
πραγματοποιηθούμε
2 pl
πραγματοποιείτε
πραγματοποιήσετε
πραγματοποιείστε , (πραγματοποιόσαστε )
πραγματοποιηθείτε
3 pl
πραγματοποιούν (ε )
πραγματοποιήσουν (ε )
πραγματοποιούνται
πραγματοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πραγματοποιούσα
πραγματοποίησα
πραγματοποιούμουν (α ), πραγματοποιόμουν (α )
πραγματοποιήθηκα
2 sg
πραγματοποιούσες
πραγματοποίησες
[πραγματοποιούσουν (α )], πραγματοποιόσουν (α )
πραγματοποιήθηκες
3 sg
πραγματοποιούσε
πραγματοποίησε
πραγματοποιούνταν , πραγματοποιόταν (ε ), {πραγματοποιείτο }
πραγματοποιήθηκε
1 pl
πραγματοποιούσαμε
πραγματοποιήσαμε
πραγματοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), πραγματοποιόμασταν , (‑όμαστε )
πραγματοποιηθήκαμε
2 pl
πραγματοποιούσατε
πραγματοποιήσατε
[πραγματοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], πραγματοποιόσασταν , (‑όσαστε )
πραγματοποιηθήκατε
3 pl
πραγματοποιούσαν (ε )
πραγματοποίησαν , πραγματοποιήσαν (ε )
πραγματοποιούνταν , πραγματοποιόνταν (ε ), (πραγματοποιόντουσαν ), {πραγματοποιούντο }
πραγματοποιήθηκαν , πραγματοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πραγματοποιώ ➤
θα πραγματοποιήσω ➤
θα πραγματοποιούμαι ➤
θα πραγματοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πραγματοποιείς , …
θα πραγματοποιήσεις , …
θα πραγματοποιείσαι , …
θα πραγματοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πραγματοποιήσει έχω, έχεις, … πραγματοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … πραγματοποιηθεί είμαι , είσαι , … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πραγματοποιήσει είχα, είχες, … πραγματοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … πραγματοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
πραγματοποίησε
—
πραγματοποιήσου
2 pl
πραγματοποιείτε
πραγματοποιήστε
πραγματοποιείστε
πραγματοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πραγματοποιώντας ➤
πραγματοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας πραγματοποιήσει ➤
πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πραγματοποιήσει
πραγματοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.