Jump to content

πολύτιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Analyzed as πολυ- (much) +‎ τιμή (price).

Adjective

[edit]

πολύτιμος (polýtimosm (feminine πολύτιμη, neuter πολύτιμο)

  1. valuable, precious, invaluable, priceless

Declension

[edit]
Declension of πολύτιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολύτιμος (polýtimos) πολύτιμη (polýtimi) πολύτιμο (polýtimo) πολύτιμοι (polýtimoi) πολύτιμες (polýtimes) πολύτιμα (polýtima)
genitive πολύτιμου (polýtimou) πολύτιμης (polýtimis) πολύτιμου (polýtimou) πολύτιμων (polýtimon) πολύτιμων (polýtimon) πολύτιμων (polýtimon)
accusative πολύτιμο (polýtimo) πολύτιμη (polýtimi) πολύτιμο (polýtimo) πολύτιμους (polýtimous) πολύτιμες (polýtimes) πολύτιμα (polýtima)
vocative πολύτιμε (polýtime) πολύτιμη (polýtimi) πολύτιμο (polýtimo) πολύτιμοι (polýtimoi) πολύτιμες (polýtimes) πολύτιμα (polýtima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολύτιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολύτιμος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυτιμότερος (polytimóteros) πολυτιμότερη (polytimóteri) πολυτιμότερο (polytimótero) πολυτιμότεροι (polytimóteroi) πολυτιμότερες (polytimóteres) πολυτιμότερα (polytimótera)
genitive πολυτιμότερου (polytimóterou) πολυτιμότερης (polytimóteris) πολυτιμότερου (polytimóterou) πολυτιμότερων (polytimóteron) πολυτιμότερων (polytimóteron) πολυτιμότερων (polytimóteron)
accusative πολυτιμότερο (polytimótero) πολυτιμότερη (polytimóteri) πολυτιμότερο (polytimótero) πολυτιμότερους (polytimóterous) πολυτιμότερες (polytimóteres) πολυτιμότερα (polytimótera)
vocative πολυτιμότερε (polytimótere) πολυτιμότερη (polytimóteri) πολυτιμότερο (polytimótero) πολυτιμότεροι (polytimóteroi) πολυτιμότερες (polytimóteres) πολυτιμότερα (polytimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πολυτιμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυτιμότατος (polytimótatos) πολυτιμότατη (polytimótati) πολυτιμότατο (polytimótato) πολυτιμότατοι (polytimótatoi) πολυτιμότατες (polytimótates) πολυτιμότατα (polytimótata)
genitive πολυτιμότατου (polytimótatou) πολυτιμότατης (polytimótatis) πολυτιμότατου (polytimótatou) πολυτιμότατων (polytimótaton) πολυτιμότατων (polytimótaton) πολυτιμότατων (polytimótaton)
accusative πολυτιμότατο (polytimótato) πολυτιμότατη (polytimótati) πολυτιμότατο (polytimótato) πολυτιμότατους (polytimótatous) πολυτιμότατες (polytimótates) πολυτιμότατα (polytimótata)
vocative πολυτιμότατε (polytimótate) πολυτιμότατη (polytimótati) πολυτιμότατο (polytimótato) πολυτιμότατοι (polytimótatoi) πολυτιμότατες (polytimótates) πολυτιμότατα (polytimótata)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]