Jump to content

πολωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πολωτικός (polotikósm (feminine πολωτική, neuter πολωτικό)

  1. polarising (UK), polarizing (US)
    Synonym: αντιπολωτικός (antipolotikós)

Declension

[edit]
Declension of πολωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολωτικός (polotikós) πολωτική (polotikí) πολωτικό (polotikó) πολωτικοί (polotikoí) πολωτικές (polotikés) πολωτικά (polotiká)
genitive πολωτικού (polotikoú) πολωτικής (polotikís) πολωτικού (polotikoú) πολωτικών (polotikón) πολωτικών (polotikón) πολωτικών (polotikón)
accusative πολωτικό (polotikó) πολωτική (polotikí) πολωτικό (polotikó) πολωτικούς (polotikoús) πολωτικές (polotikés) πολωτικά (polotiká)
vocative πολωτικέ (polotiké) πολωτική (polotikí) πολωτικό (polotikó) πολωτικοί (polotikoí) πολωτικές (polotikés) πολωτικά (polotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολωτικός, etc.)