αντιπολωτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιπολωτικός • (antipolotikós) m (feminine αντιπολωτική, neuter αντιπολωτικό)
- antipolarising (UK), antipolarizing (US)
- Synonym: πολωτικός (polotikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπολωτικός (antipolotikós) | αντιπολωτική (antipolotikí) | αντιπολωτικό (antipolotikó) | αντιπολωτικοί (antipolotikoí) | αντιπολωτικές (antipolotikés) | αντιπολωτικά (antipolotiká) | |
genitive | αντιπολωτικού (antipolotikoú) | αντιπολωτικής (antipolotikís) | αντιπολωτικού (antipolotikoú) | αντιπολωτικών (antipolotikón) | αντιπολωτικών (antipolotikón) | αντιπολωτικών (antipolotikón) | |
accusative | αντιπολωτικό (antipolotikó) | αντιπολωτική (antipolotikí) | αντιπολωτικό (antipolotikó) | αντιπολωτικούς (antipolotikoús) | αντιπολωτικές (antipolotikés) | αντιπολωτικά (antipolotiká) | |
vocative | αντιπολωτικέ (antipolotiké) | αντιπολωτική (antipolotikí) | αντιπολωτικό (antipolotikó) | αντιπολωτικοί (antipolotikoí) | αντιπολωτικές (antipolotikés) | αντιπολωτικά (antipolotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπολωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπολωτικός, etc.)