Jump to content

αντιπολωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπολωτικός (antipolotikósm (feminine αντιπολωτική, neuter αντιπολωτικό)

  1. antipolarising (UK), antipolarizing (US)
    Synonym: πολωτικός (polotikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιπολωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπολωτικός (antipolotikós) αντιπολωτική (antipolotikí) αντιπολωτικό (antipolotikó) αντιπολωτικοί (antipolotikoí) αντιπολωτικές (antipolotikés) αντιπολωτικά (antipolotiká)
genitive αντιπολωτικού (antipolotikoú) αντιπολωτικής (antipolotikís) αντιπολωτικού (antipolotikoú) αντιπολωτικών (antipolotikón) αντιπολωτικών (antipolotikón) αντιπολωτικών (antipolotikón)
accusative αντιπολωτικό (antipolotikó) αντιπολωτική (antipolotikí) αντιπολωτικό (antipolotikó) αντιπολωτικούς (antipolotikoús) αντιπολωτικές (antipolotikés) αντιπολωτικά (antipolotiká)
vocative αντιπολωτικέ (antipolotiké) αντιπολωτική (antipolotikí) αντιπολωτικό (antipolotikó) αντιπολωτικοί (antipolotikoí) αντιπολωτικές (antipolotikés) αντιπολωτικά (antipolotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπολωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπολωτικός, etc.)