πολυώνυμο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πολυώνυμο • (polyónymo) n (plural πολυώνυμα)
Declension
[edit]Declension of πολυώνυμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυώνυμο • | πολυώνυμα • |
genitive | πολυωνύμου •, πολυώνυμου • | πολυωνύμων • |
accusative | πολυώνυμο • | πολυώνυμα • |
vocative | πολυώνυμο • | πολυώνυμα • |
Further reading
[edit]- πολυώνυμο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el