Jump to content

πολυλεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πολυλεκτικός (polylektikósm (feminine πολυλεκτική, neuter πολυλεκτικό)

  1. (grammar) polylectic

Declension

[edit]
Declension of πολυλεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυλεκτικός (polylektikós) πολυλεκτική (polylektikí) πολυλεκτικό (polylektikó) πολυλεκτικοί (polylektikoí) πολυλεκτικές (polylektikés) πολυλεκτικά (polylektiká)
genitive πολυλεκτικού (polylektikoú) πολυλεκτικής (polylektikís) πολυλεκτικού (polylektikoú) πολυλεκτικών (polylektikón) πολυλεκτικών (polylektikón) πολυλεκτικών (polylektikón)
accusative πολυλεκτικό (polylektikó) πολυλεκτική (polylektikí) πολυλεκτικό (polylektikó) πολυλεκτικούς (polylektikoús) πολυλεκτικές (polylektikés) πολυλεκτικά (polylektiká)
vocative πολυλεκτικέ (polylektiké) πολυλεκτική (polylektikí) πολυλεκτικό (polylektikó) πολυλεκτικοί (polylektikoí) πολυλεκτικές (polylektikés) πολυλεκτικά (polylektiká)
[edit]

See also

[edit]