Jump to content

μονολεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μονολεκτικός (monolektikósm (feminine μονολεκτική, neuter μονολεκτικό)

  1. (grammar) single-word, one-word, monolectic

Declension

[edit]
Declension of μονολεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονολεκτικός (monolektikós) μονολεκτική (monolektikí) μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτικοί (monolektikoí) μονολεκτικές (monolektikés) μονολεκτικά (monolektiká)
genitive μονολεκτικού (monolektikoú) μονολεκτικής (monolektikís) μονολεκτικού (monolektikoú) μονολεκτικών (monolektikón) μονολεκτικών (monolektikón) μονολεκτικών (monolektikón)
accusative μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτική (monolektikí) μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτικούς (monolektikoús) μονολεκτικές (monolektikés) μονολεκτικά (monolektiká)
vocative μονολεκτικέ (monolektiké) μονολεκτική (monolektikí) μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτικοί (monolektikoí) μονολεκτικές (monolektikés) μονολεκτικά (monolektiká)
[edit]

See also

[edit]