μονολεκτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]μονολεκτικός • (monolektikós) m (feminine μονολεκτική, neuter μονολεκτικό)
Declension
[edit]Declension of μονολεκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μονολεκτικός • | μονολεκτική • | μονολεκτικό • | μονολεκτικοί • | μονολεκτικές • | μονολεκτικά • |
genitive | μονολεκτικού • | μονολεκτικής • | μονολεκτικού • | μονολεκτικών • | μονολεκτικών • | μονολεκτικών • |
accusative | μονολεκτικό • | μονολεκτική • | μονολεκτικό • | μονολεκτικούς • | μονολεκτικές • | μονολεκτικά • |
vocative | μονολεκτικέ • | μονολεκτική • | μονολεκτικό • | μονολεκτικοί • | μονολεκτικές • | μονολεκτικά • |
Related terms
[edit]- πολυλεκτικός (polylektikós, “polylectic”)
See also
[edit]- περιφραστικός (perifrastikós, “periphrastic”)