Jump to content

πολυκύμαντος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πολυ- (poly-) + the κυμαν- stem of κυμαίνω (kymaíno) +‎ -τος (-tos). Compare Koine Greek πολυκύματος (polukúmatos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /po.liˈci.ma(n).dos/
  • Hyphenation: πο‧λυ‧κύ‧μα‧ντος

Adjective

[edit]

πολυκύμαντος (polykýmantosm (feminine πολυκύμαντη, neuter πολυκύμαντο)

  1. (of a body of water) turbulent, choppy (swelling with many waves)
  2. (figuratively) turbulent, eventful, with many ups and downs (life, period, etc.)
    Synonym: πολυτάραχος (polytárachos)

Declension

[edit]
Declension of πολυκύμαντος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυκύμαντος (polykýmantos) πολυκύμαντη (polykýmanti) πολυκύμαντο (polykýmanto) πολυκύμαντοι (polykýmantoi) πολυκύμαντες (polykýmantes) πολυκύμαντα (polykýmanta)
genitive πολυκύμαντου (polykýmantou) πολυκύμαντης (polykýmantis) πολυκύμαντου (polykýmantou) πολυκύμαντων (polykýmanton) πολυκύμαντων (polykýmanton) πολυκύμαντων (polykýmanton)
accusative πολυκύμαντο (polykýmanto) πολυκύμαντη (polykýmanti) πολυκύμαντο (polykýmanto) πολυκύμαντους (polykýmantous) πολυκύμαντες (polykýmantes) πολυκύμαντα (polykýmanta)
vocative πολυκύμαντε (polykýmante) πολυκύμαντη (polykýmanti) πολυκύμαντο (polykýmanto) πολυκύμαντοι (polykýmantoi) πολυκύμαντες (polykýmantes) πολυκύμαντα (polykýmanta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυκύμαντος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυκύμαντος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ πολυκύμαντος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language