From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek πολιτογραφῶ ( politographô ) .[ 1]
IPA (key ) : /po.li.to.ɣɾaˈfo/
Hyphenation: πο‧λι‧το‧γρα‧φώ
πολιτογραφώ • (politografó ) (past πολιτογράφησα , passive πολιτογραφούμαι , ppp πολιτογραφημένος ) ( transitive )
to naturalize ( to grant citizenship to someone not born a citizen )
( figuratively ) to naturalize ( to make (a word) a natural part of the language )
πολιτογραφώ , πολιτογραφούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πολιτογραφώ
πολιτογραφήσω
πολιτογραφούμαι
πολιτογραφηθώ
2 sg
πολιτογραφείς
πολιτογραφήσεις
πολιτογραφείσαι
πολιτογραφηθείς
3 sg
πολιτογραφεί
πολιτογραφήσει
πολιτογραφείται
πολιτογραφηθεί
1 pl
πολιτογραφούμε
πολιτογραφήσουμε , [-ομε ]
πολιτογραφούμαστε
πολιτογραφηθούμε
2 pl
πολιτογραφείτε
πολιτογραφήσετε
πολιτογραφείστε
πολιτογραφηθείτε
3 pl
πολιτογραφούν (ε )
πολιτογραφήσουν (ε )
πολιτογραφούνται
πολιτογραφηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πολιτογραφούσα
πολιτογράφησα
[πολιτογραφούμουν (α )]
πολιτογραφήθηκα
2 sg
πολιτογραφούσες
πολιτογράφησες
[πολιτογραφούσουν (α )]
πολιτογραφήθηκες
3 sg
πολιτογραφούσε
πολιτογράφησε
πολιτογραφούνταν , {πολιτογραφείτο }
πολιτογραφήθηκε
1 pl
πολιτογραφούσαμε
πολιτογραφήσαμε
πολιτογραφούμασταν , (‑ούμαστε )
πολιτογραφηθήκαμε
2 pl
πολιτογραφούσατε
πολιτογραφήσατε
[πολιτογραφούσασταν , (‑ούσαστε )]
πολιτογραφηθήκατε
3 pl
πολιτογραφούσαν (ε )
πολιτογράφησαν , πολιτογραφήσαν (ε )
πολιτογραφούνταν , {πολιτογραφούντο }
πολιτογραφήθηκαν , πολιτογραφηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πολιτογραφώ ➤
θα πολιτογραφήσω ➤
θα πολιτογραφούμαι ➤
θα πολιτογραφηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πολιτογραφείς , …
θα πολιτογραφήσεις , …
θα πολιτογραφείσαι , …
θα πολιτογραφηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πολιτογραφήσει έχω, έχεις, … πολιτογραφημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … πολιτογραφηθεί είμαι , είσαι , … πολιτογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πολιτογραφήσει είχα, είχες, … πολιτογραφημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … πολιτογραφηθεί ήμουν , ήσουν , … πολιτογραφημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … πολιτογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … πολιτογραφημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … πολιτογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πολιτογραφημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
πολιτογράφησε
—
πολιτογραφήσου
2 pl
πολιτογραφείτε
πολιτογραφήστε
πολιτογραφείστε
πολιτογραφηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πολιτογραφώντας ➤
πολιτογραφούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας πολιτογραφήσει ➤
πολιτογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πολιτογραφήσει
πολιτογραφηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.