Jump to content

πολεμικό πλοίο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πολεμικό πλοίο (polemikó ploíon (plural πλοία πολεμικά)

  1. (naval) warship

Declension

[edit]
see: πλοίο (ploío) and πολεμικός (polemikós)

Further reading

[edit]