From Wiktionary, the free dictionary
Inherited from Ancient Greek πλῆκτρον ( plêktron , “ the key (for playing a lyre) ” ) , λόγος ( lógos , “ that which is said or thought, an account, explanation or narrative ” ) .
πληκτρολογώ • (pliktrologó ) (past πληκτρολόγησα , passive πληκτρολογούμαι )
to key in , type , use a keyboard
πληκτρολογώ , πληκτρολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πληκτρολογώ
πληκτρολογήσω
πληκτρολογούμαι
πληκτρολογηθώ
2 sg
πληκτρολογείς
πληκτρολογήσεις
πληκτρολογείσαι
πληκτρολογηθείς
3 sg
πληκτρολογεί
πληκτρολογήσει
πληκτρολογείται
πληκτρολογηθεί
1 pl
πληκτρολογούμε
πληκτρολογήσουμε , [-ομε ]
πληκτρολογούμαστε
πληκτρολογηθούμε
2 pl
πληκτρολογείτε
πληκτρολογήσετε
πληκτρολογείστε
πληκτρολογηθείτε
3 pl
πληκτρολογούν (ε )
πληκτρολογήσουν (ε )
πληκτρολογούνται
πληκτρολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πληκτρολογούσα
πληκτρολόγησα
[πληκτρολογούμουν (α )]
πληκτρολογήθηκα
2 sg
πληκτρολογούσες
πληκτρολόγησες
[πληκτρολογούσουν (α )]
πληκτρολογήθηκες
3 sg
πληκτρολογούσε
πληκτρολόγησε
πληκτρολογούνταν , {πληκτρολογείτο }
πληκτρολογήθηκε
1 pl
πληκτρολογούσαμε
πληκτρολογήσαμε
πληκτρολογούμασταν , (‑ούμαστε )
πληκτρολογηθήκαμε
2 pl
πληκτρολογούσατε
πληκτρολογήσατε
[πληκτρολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
πληκτρολογηθήκατε
3 pl
πληκτρολογούσαν (ε )
πληκτρολόγησαν , πληκτρολογήσαν (ε )
πληκτρολογούνταν , {πληκτρολογούντο }
πληκτρολογήθηκαν , πληκτρολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πληκτρολογώ ➤
θα πληκτρολογήσω ➤
θα πληκτρολογούμαι ➤
θα πληκτρολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πληκτρολογείς , …
θα πληκτρολογήσεις , …
θα πληκτρολογείσαι , …
θα πληκτρολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πληκτρολογήσει έχω, έχεις, … πληκτρολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … πληκτρολογηθεί είμαι , είσαι , … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πληκτρολογήσει είχα, είχες, … πληκτρολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … πληκτρολογηθεί ήμουν , ήσουν , … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογήσει θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
πληκτρολόγησε
—
πληκτρολογήσου
2 pl
πληκτρολογείτε
πληκτρολογήστε
πληκτρολογείστε
πληκτρολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πληκτρολογώντας ➤
πληκτρολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας πληκτρολογήσει ➤
πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πληκτρολογήσει
πληκτρολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.