From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ða.kti.lo.ɣɾaˈfo/
Hyphenation: δα‧κτυ‧λο‧γρα‧φώ
δακτυλογραφώ • (daktylografó ) (past δακτυλογράφησα , passive δακτυλογραφούμαι , p‑past δακτυλογραφήθηκα , ppp δακτυλογραφημένος )
to type , use a typewriter
δακτυλογραφώ , δακτυλογραφούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δακτυλογραφώ
δακτυλογραφήσω
δακτυλογραφούμαι
δακτυλογραφηθώ
2 sg
δακτυλογραφείς
δακτυλογραφήσεις
δακτυλογραφείσαι
δακτυλογραφηθείς
3 sg
δακτυλογραφεί
δακτυλογραφήσει
δακτυλογραφείται
δακτυλογραφηθεί
1 pl
δακτυλογραφούμε
δακτυλογραφήσουμε , [-ομε ]
δακτυλογραφούμαστε
δακτυλογραφηθούμε
2 pl
δακτυλογραφείτε
δακτυλογραφήσετε
δακτυλογραφείστε
δακτυλογραφηθείτε
3 pl
δακτυλογραφούν (ε )
δακτυλογραφήσουν (ε )
δακτυλογραφούνται
δακτυλογραφηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δακτυλογραφούσα
δακτυλογράφησα
[δακτυλογραφούμουν (α )]
δακτυλογραφήθηκα
2 sg
δακτυλογραφούσες
δακτυλογράφησες
[δακτυλογραφούσουν (α )]
δακτυλογραφήθηκες
3 sg
δακτυλογραφούσε
δακτυλογράφησε
δακτυλογραφούνταν , {δακτυλογραφείτο }
δακτυλογραφήθηκε
1 pl
δακτυλογραφούσαμε
δακτυλογραφήσαμε
δακτυλογραφούμασταν , (‑ούμαστε )
δακτυλογραφηθήκαμε
2 pl
δακτυλογραφούσατε
δακτυλογραφήσατε
[δακτυλογραφούσασταν , (‑ούσαστε )]
δακτυλογραφηθήκατε
3 pl
δακτυλογραφούσαν (ε )
δακτυλογράφησαν , δακτυλογραφήσαν (ε )
δακτυλογραφούνταν , {δακτυλογραφούντο }
δακτυλογραφήθηκαν , δακτυλογραφηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δακτυλογραφώ ➤
θα δακτυλογραφήσω ➤
θα δακτυλογραφούμαι ➤
θα δακτυλογραφηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δακτυλογραφείς , …
θα δακτυλογραφήσεις , …
θα δακτυλογραφείσαι , …
θα δακτυλογραφηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δακτυλογραφήσει έχω, έχεις, … δακτυλογραφημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δακτυλογραφηθεί είμαι , είσαι , … δακτυλογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δακτυλογραφήσει είχα, είχες, … δακτυλογραφημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δακτυλογραφηθεί ήμουν , ήσουν , … δακτυλογραφημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … δακτυλογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … δακτυλογραφημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δακτυλογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δακτυλογραφημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
δακτυλογράφησε
—
δακτυλογραφήσου
2 pl
δακτυλογραφείτε
δακτυλογραφήστε
δακτυλογραφείστε
δακτυλογραφηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δακτυλογραφώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας δακτυλογραφήσει ➤
δακτυλογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δακτυλογραφήσει
δακτυλογραφηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.