πλειστηριασμός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Hellenistic Koine Greek πλειστηριασμός (“increase of price”).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πλειστηριασμός • (pleistiriasmós) m (plural πλειστηριασμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλειστηριασμός (pleistiriasmós) | πλειστηριασμοί (pleistiriasmoí) |
genitive | πλειστηριασμού (pleistiriasmoú) | πλειστηριασμών (pleistiriasmón) |
accusative | πλειστηριασμό (pleistiriasmó) | πλειστηριασμούς (pleistiriasmoús) |
vocative | πλειστηριασμέ (pleistiriasmé) | πλειστηριασμοί (pleistiriasmoí) |
Synonyms
[edit]- δημοπρασία f (dimoprasía)
- πλειστηρίαση f (pleistiríasi) (less common variation) [2]
Related terms
[edit]- αναπλειστηριασμός m (anapleistiriasmós, “reauction”) (law)
- πλειστηριάζω (pleistiriázo, “auction”)
- and see: πλείστος (pleístos, “much”)
References
[edit]- ^ πλειστηριασμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ πλειστηριασμός - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
Further reading
[edit]- πλειστηριασμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el