Jump to content

πλακατζού

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πλακατζού (plakatzoúf (plural πλακατζούδες, masculine πλακατζής)

  1. joker, prankster

Declension

[edit]
Declension of πλακατζού
singular plural
nominative πλακατζού (plakatzoú) πλακατζούδες (plakatzoúdes)
genitive πλακατζούς (plakatzoús) πλακατζούδων (plakatzoúdon)
accusative πλακατζού (plakatzoú) πλακατζούδες (plakatzoúdes)
vocative πλακατζού (plakatzoú) πλακατζούδες (plakatzoúdes)

Adjective

[edit]

πλακατζού (plakatzoú)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of πλακατζής (plakatzís)