πλακατζής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πλακατζής (plakatzísm (feminine πλακατζού, neuter πλακατζίδικο)

  1. used to describe:
    1. a prankster
    2. a joker

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλακατζής (plakatzís) πλακατζού (plakatzoú) πλακατζίδικο (plakatzídiko)
πλακατζήδικο (plakatzídiko)
πλακατζήδες (plakatzídes) πλακατζούδες (plakatzoúdes) πλακατζίδικα (plakatzídika)
πλακατζήδικα (plakatzídika)
genitive πλακατζή (plakatzí) πλακατζούς (plakatzoús) πλακατζίδικου (plakatzídikou)
πλακατζήδικου (plakatzídikou)
πλακατζήδων (plakatzídon) πλακατζούδων (plakatzoúdon) πλακατζίδικων (plakatzídikon)
πλακατζήδικων (plakatzídikon)
accusative πλακατζή (plakatzí) πλακατζού (plakatzoú) πλακατζίδικο (plakatzídiko)
πλακατζήδικο (plakatzídiko)
πλακατζήδες (plakatzídes) πλακατζούδες (plakatzoúdes) πλακατζίδικα (plakatzídika)
πλακατζήδικα (plakatzídika)
vocative πλακατζή (plakatzí) πλακατζού (plakatzoú) πλακατζίδικο (plakatzídiko)
πλακατζήδικο (plakatzídiko)
πλακατζήδες (plakatzídes) πλακατζούδες (plakatzoúdes) πλακατζίδικα (plakatzídika)
πλακατζήδικα (plakatzídika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλακατζής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλακατζής, etc.)

Noun

[edit]

πλακατζής (plakatzísm (plural πλακατζήδες, feminine πλακατζού)

  1. joker, prankster

Declension

[edit]
singular plural
nominative πλακατζής (plakatzís) πλακατζήδες (plakatzídes)
genitive πλακατζή (plakatzí) πλακατζήδων (plakatzídon)
accusative πλακατζή (plakatzí) πλακατζήδες (plakatzídes)
vocative πλακατζή (plakatzí) πλακατζήδες (plakatzídes)

Further reading

[edit]