πιλοταρίστηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]πιλοταρίστηκα • (pilotarístika)
- 1st person singular simple past form of πιλοτάρομαι (pilotáromai) passive of πιλοτάρω.
πιλοταρίστηκα • (pilotarístika)