From Italian pilotare + -ω ( “ ending for verbs ” ) .
IPA (key ) : /pi.loˈta.ɾo/
Hyphenation: πι‧λο‧τά‧ρω
πιλοτάρω • (pilotáro ) (past πιλόταρα /πιλοτάρισα , passive πιλοτάρομαι )
to pilot
πιλοτάρω πιλοτάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πιλοτάρω
πιλοτάρω
πιλοτάρομαι
πιλοταριστώ
2 sg
πιλοτάρεις
πιλοτάρεις
πιλοτάρεσαι
πιλοταριστείς
3 sg
πιλοτάρει
πιλοτάρει
πιλοτάρεται
πιλοταριστεί
1 pl
πιλοτάρουμε
πιλοτάρουμε
πιλοταριζόμαστε
πιλοταριστούμε
2 pl
πιλοτάρετε
πιλοτάρετε
πιλοτάρεστε , πιλοταριζόσαστε
πιλοταριστείτε
3 pl
πιλοτάρουν (ε )
πιλοτάρουν (ε )
πιλοτάρονται
πιλοταριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πιλόταρα , πιλοτάριζα
πιλόταρα , πιλοτάρισα
πιλοταριζόμουν (α )
πιλοταρίστηκα
2 sg
πιλόταρες , πιλοτάριζες
πιλόταρες , πιλοτάρισες
πιλοταριζόσουν (α )
πιλοταρίστηκες
3 sg
πιλόταρε , πιλοτάριζε
πιλόταρε , πιλοτάρισε
πιλοταριζόταν (ε )
πιλοταρίστηκε
1 pl
πιλοτάραμε
πιλοτάραμε
πιλοταριζόμασταν , (‑όμαστε )
πιλοταριστήκαμε
2 pl
πιλοτάρατε
πιλοτάρατε
πιλοταριζόσασταν , (‑όσαστε )
πιλοταριστήκατε
3 pl
πιλόταραν , πιλοτάραν (ε ), πιλοτάριζαν
πιλόταραν , πιλοτάραν (ε ), πιλοτάρισαν
πιλοτάρονταν , (πιλοταριζόντουσαν )
πιλοταρίστηκαν , πιλοταριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πιλοτάρω ➤
θα πιλοτάρω ➤
θα πιλοτάρομαι ➤
θα πιλοταριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πιλοτάρεις , …
θα πιλοτάρεις , …
θα πιλοτάρεσαι , …
θα πιλοταριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πιλοτάρει
έχω, έχεις, … πιλοταριστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πιλοτάρει
είχα, είχες, … πιλοταριστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … πιλοτάρει
θα έχω, θα έχεις, … πιλοταριστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
πιλόταρε , πιλοτάριζε
πιλόταρε , πιλοτάρισε
—
πιλοταρίσου
2 pl
πιλοτάρετε
πιλοτάρετε
πιλοτάρεστε
πιλοταριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πιλοτάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας πιλοτάρει ➤
—
Nonfinite form➤
πιλοτάρει
πιλοταριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.