From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek πιθανολογῶ ( pithanologô ) .[ 1] By surface analysis , πιθανός ( pithanós ) + -λογώ ( -logó ) .
IPA (key ) : /pi.θa.no.loˈɣo/
Hyphenation: πι‧θα‧νο‧λο‧γώ
πιθανολογώ • (pithanologó ) (past πιθανολόγησα , passive πιθανολογούμαι , p‑past πιθανολογήθηκα , ppp πιθανολογημένος )
to conjecture , to hypothesize , to speculate , to suppose , to think likely /probable
πιθανολογώ , πιθανολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πιθανολογώ
πιθανολογήσω
πιθανολογούμαι
πιθανολογηθώ
2 sg
πιθανολογείς
πιθανολογήσεις
πιθανολογείσαι
πιθανολογηθείς
3 sg
πιθανολογεί
πιθανολογήσει
πιθανολογείται
πιθανολογηθεί
1 pl
πιθανολογούμε
πιθανολογήσουμε , [-ομε ]
πιθανολογούμαστε
πιθανολογηθούμε
2 pl
πιθανολογείτε
πιθανολογήσετε
πιθανολογείστε
πιθανολογηθείτε
3 pl
πιθανολογούν (ε )
πιθανολογήσουν (ε )
πιθανολογούνται
πιθανολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πιθανολογούσα
πιθανολόγησα
[πιθανολογούμουν (α )]
πιθανολογήθηκα
2 sg
πιθανολογούσες
πιθανολόγησες
[πιθανολογούσουν (α )]
πιθανολογήθηκες
3 sg
πιθανολογούσε
πιθανολόγησε
πιθανολογούνταν , {πιθανολογείτο }
πιθανολογήθηκε
1 pl
πιθανολογούσαμε
πιθανολογήσαμε
πιθανολογούμασταν , (‑ούμαστε )
πιθανολογηθήκαμε
2 pl
πιθανολογούσατε
πιθανολογήσατε
[πιθανολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
πιθανολογηθήκατε
3 pl
πιθανολογούσαν (ε )
πιθανολόγησαν , πιθανολογήσαν (ε )
πιθανολογούνταν , {πιθανολογούντο }
πιθανολογήθηκαν , πιθανολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πιθανολογώ ➤
θα πιθανολογήσω ➤
θα πιθανολογούμαι ➤
θα πιθανολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πιθανολογείς , …
θα πιθανολογήσεις , …
θα πιθανολογείσαι , …
θα πιθανολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πιθανολογήσει έχω, έχεις, … πιθανολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … πιθανολογηθεί είμαι , είσαι , … πιθανολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πιθανολογήσει είχα, είχες, … πιθανολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … πιθανολογηθεί ήμουν , ήσουν , … πιθανολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … πιθανολογήσει θα έχω, θα έχεις, … πιθανολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … πιθανολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πιθανολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
πιθανολόγησε
—
πιθανολογήσου
2 pl
πιθανολογείτε
πιθανολογήστε
πιθανολογείστε
πιθανολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πιθανολογώντας ➤
πιθανολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας πιθανολογήσει ➤
πιθανολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πιθανολογήσει
πιθανολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.