Jump to content

περιστεροτροφείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

περιστεροτροφείο (peristerotrofeíon (plural περιστεροτροφεία)

  1. pigeon loft

Declension

[edit]
Declension of περιστεροτροφείο
singular plural
nominative περιστεροτροφείο (peristerotrofeío) περιστεροτροφεία (peristerotrofeía)
genitive περιστεροτροφείου (peristerotrofeíou) περιστεροτροφείων (peristerotrofeíon)
accusative περιστεροτροφείο (peristerotrofeío) περιστεροτροφεία (peristerotrofeía)
vocative περιστεροτροφείο (peristerotrofeío) περιστεροτροφεία (peristerotrofeía)
[edit]