περιστεροτροφεία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]περιστεροτροφεία • (peristerotrofeía) n
- Nominative, accusative and vocative plural form of περιστεροτροφείο (peristerotrofeío).
περιστεροτροφεία • (peristerotrofeía) n