περιγράφτηκα
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- περιγράφηκα (perigráfika) (more formal)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]περιγράφτηκα • (perigráftika)
- first-person singular simple past of περιγράφομαι (perigráfomai), the passive of περιγράφω (perigráfo)