Jump to content

περιβαλλοντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

περιβαλλοντικός (perivallontikósm (feminine περιβαλλοντική, neuter περιβαλλοντικό)

  1. environmental (pertaining to one's environment)

Declension

[edit]
Declension of περιβαλλοντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιβαλλοντικός (perivallontikós) περιβαλλοντική (perivallontikí) περιβαλλοντικό (perivallontikó) περιβαλλοντικοί (perivallontikoí) περιβαλλοντικές (perivallontikés) περιβαλλοντικά (perivallontiká)
genitive περιβαλλοντικού (perivallontikoú) περιβαλλοντικής (perivallontikís) περιβαλλοντικού (perivallontikoú) περιβαλλοντικών (perivallontikón) περιβαλλοντικών (perivallontikón) περιβαλλοντικών (perivallontikón)
accusative περιβαλλοντικό (perivallontikó) περιβαλλοντική (perivallontikí) περιβαλλοντικό (perivallontikó) περιβαλλοντικούς (perivallontikoús) περιβαλλοντικές (perivallontikés) περιβαλλοντικά (perivallontiká)
vocative περιβαλλοντικέ (perivallontiké) περιβαλλοντική (perivallontikí) περιβαλλοντικό (perivallontikó) περιβαλλοντικοί (perivallontikoí) περιβαλλοντικές (perivallontikés) περιβαλλοντικά (perivallontiká)