περιβαλλοντικό
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]περιβαλλοντικό • (perivallontikó)
- accusative masculine singular of περιβαλλοντικός (perivallontikós)
- nominative neuter singular of περιβαλλοντικός (perivallontikós)
- accusative neuter singular of περιβαλλοντικός (perivallontikós)
- vocative neuter singular of περιβαλλοντικός (perivallontikós)