Jump to content

παρκαρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of παρκάρομαι (parkáromai), passive voice of παρκάρω (parkáro, I park -a vehicle-).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /paɾ.ka.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: παρ‧κα‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

παρκαρισμένος (parkarisménosm (feminine παρκαρισμένη, neuter παρκαρισμένο)

  1. parked (of a vehicle)

Declension

[edit]
Declension of παρκαρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παρκαρισμένος (parkarisménos) παρκαρισμένη (parkarisméni) παρκαρισμένο (parkarisméno) παρκαρισμένοι (parkarisménoi) παρκαρισμένες (parkarisménes) παρκαρισμένα (parkarisména)
genitive παρκαρισμένου (parkarisménou) παρκαρισμένης (parkarisménis) παρκαρισμένου (parkarisménou) παρκαρισμένων (parkarisménon) παρκαρισμένων (parkarisménon) παρκαρισμένων (parkarisménon)
accusative παρκαρισμένο (parkarisméno) παρκαρισμένη (parkarisméni) παρκαρισμένο (parkarisméno) παρκαρισμένους (parkarisménous) παρκαρισμένες (parkarisménes) παρκαρισμένα (parkarisména)
vocative παρκαρισμένε (parkarisméne) παρκαρισμένη (parkarisméni) παρκαρισμένο (parkarisméno) παρκαρισμένοι (parkarisménoi) παρκαρισμένες (parkarisménes) παρκαρισμένα (parkarisména)