παράφωνος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From παραφωνία (parafonía).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [paˈɾafonos]
  • Hyphenation: πα‧ρά‧φω‧νος

Adjective

[edit]

παράφωνος (paráfonosm (feminine παράφωνη, neuter παράφωνο)

  1. (music) out of tune, dissonant, discordant
    Μια παλιά παράφωνη κιθάρα.
    Mia paliá paráfoni kithára.
    An old out-of-tune guitar.
  2. (of a singer) out of tune, cacophonous
    Γιατί την αφήνεις να τραγουδήσει, είναι παράφωνη;
    Giatí tin afíneis na tragoudísei, eínai paráfoni;
    Why do you let her sing, she's out of tune?

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παράφωνος (paráfonos) παράφωνη (paráfoni) παράφωνο (paráfono) παράφωνοι (paráfonoi) παράφωνες (paráfones) παράφωνα (paráfona)
genitive παράφωνου (paráfonou) παράφωνης (paráfonis) παράφωνου (paráfonou) παράφωνων (paráfonon) παράφωνων (paráfonon) παράφωνων (paráfonon)
accusative παράφωνο (paráfono) παράφωνη (paráfoni) παράφωνο (paráfono) παράφωνους (paráfonous) παράφωνες (paráfones) παράφωνα (paráfona)
vocative παράφωνε (paráfone) παράφωνη (paráfoni) παράφωνο (paráfono) παράφωνοι (paráfonoi) παράφωνες (paráfones) παράφωνα (paráfona)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παράφωνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παράφωνος, etc.)

Antonyms

[edit]