Jump to content

αρμονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρμονικός (armonikósm (feminine αρμονική, neuter αρμονικό)

  1. harmonious
    Οι βιολιστές παράγουν αρμονικούς ήχους.
    Oi violistés parágoun armonikoús íchous.
    The violinists produce a harmonius sound.
    αρμονική συνύπαρξηarmonikí synýparxiharmonious coexistence
  2. symmetrical
  3. harmonic
    απλή αρμονική ταλάντωσηaplí armonikí talántosisimple harmonic motion

Declension

[edit]
Declension of αρμονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρμονικός (armonikós) αρμονική (armonikí) αρμονικό (armonikó) αρμονικοί (armonikoí) αρμονικές (armonikés) αρμονικά (armoniká)
genitive αρμονικού (armonikoú) αρμονικής (armonikís) αρμονικού (armonikoú) αρμονικών (armonikón) αρμονικών (armonikón) αρμονικών (armonikón)
accusative αρμονικό (armonikó) αρμονική (armonikí) αρμονικό (armonikó) αρμονικούς (armonikoús) αρμονικές (armonikés) αρμονικά (armoniká)
vocative αρμονικέ (armoniké) αρμονική (armonikí) αρμονικό (armonikó) αρμονικοί (armonikoí) αρμονικές (armonikés) αρμονικά (armoniká)

Derived terms

[edit]
[edit]