αρμονική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρμονική • (armonikí)
- nominative/accusative/vocative feminine singular of αρμονικός (armonikós)
- αρμονική συνύπαρξη ― armonikí synýparxi ― harmonious coexistence
- απλή αρμονική ταλάντωση ― aplí armonikí talántosi ― simple harmonic motion