παντοδύναμος
Appearance
See also: Παντοδύναμος
Greek
[edit]Adjective
[edit]παντοδύναμος • (pantodýnamos) m (feminine παντοδύναμη, neuter παντοδύναμο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | παντοδύναμος (pantodýnamos) | παντοδύναμη (pantodýnami) | παντοδύναμο (pantodýnamo) | παντοδύναμοι (pantodýnamoi) | παντοδύναμες (pantodýnames) | παντοδύναμα (pantodýnama) | |
genitive | παντοδύναμου (pantodýnamou) | παντοδύναμης (pantodýnamis) | παντοδύναμου (pantodýnamou) | παντοδύναμων (pantodýnamon) | παντοδύναμων (pantodýnamon) | παντοδύναμων (pantodýnamon) | |
accusative | παντοδύναμο (pantodýnamo) | παντοδύναμη (pantodýnami) | παντοδύναμο (pantodýnamo) | παντοδύναμους (pantodýnamous) | παντοδύναμες (pantodýnames) | παντοδύναμα (pantodýnama) | |
vocative | παντοδύναμε (pantodýname) | παντοδύναμη (pantodýnami) | παντοδύναμο (pantodýnamo) | παντοδύναμοι (pantodýnamoi) | παντοδύναμες (pantodýnames) | παντοδύναμα (pantodýnama) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παντοδύναμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παντοδύναμος, etc.)