Jump to content

παντοδύναμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παντοδύναμος (pantodýnamosm (feminine παντοδύναμη, neuter παντοδύναμο)

  1. almighty, omnipotent

Declension

[edit]
Declension of παντοδύναμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παντοδύναμος (pantodýnamos) παντοδύναμη (pantodýnami) παντοδύναμο (pantodýnamo) παντοδύναμοι (pantodýnamoi) παντοδύναμες (pantodýnames) παντοδύναμα (pantodýnama)
genitive παντοδύναμου (pantodýnamou) παντοδύναμης (pantodýnamis) παντοδύναμου (pantodýnamou) παντοδύναμων (pantodýnamon) παντοδύναμων (pantodýnamon) παντοδύναμων (pantodýnamon)
accusative παντοδύναμο (pantodýnamo) παντοδύναμη (pantodýnami) παντοδύναμο (pantodýnamo) παντοδύναμους (pantodýnamous) παντοδύναμες (pantodýnames) παντοδύναμα (pantodýnama)
vocative παντοδύναμε (pantodýname) παντοδύναμη (pantodýnami) παντοδύναμο (pantodýnamo) παντοδύναμοι (pantodýnamoi) παντοδύναμες (pantodýnames) παντοδύναμα (pantodýnama)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παντοδύναμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παντοδύναμος, etc.)