παντοδύναμου
Appearance
See also: Παντοδύναμου
Greek
[edit]Adjective
[edit]παντοδύναμου • (pantodýnamou)
- genitive masculine singular of παντοδύναμος (pantodýnamos)
- genitive neuter singular of παντοδύναμος (pantodýnamos)
παντοδύναμου • (pantodýnamou)