Jump to content

ουρανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ουρανής (ouranísm (feminine ουρανιά, neuter ουρανί)

  1. sky blue

Declension

[edit]
Declension of ουρανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουρανής (ouranís) ουρανιά (ouraniá) ουρανί (ouraní) ουρανιοί (ouranioí) ουρανιές (ouraniés) ουρανιά (ouraniá)
genitive ουρανή (ouraní)
ουρανιού (ouranioú)
ουρανιάς (ouraniás) ουρανιού (ouranioú) ουρανιών (ouranión) ουρανιών (ouranión) ουρανιών (ouranión)
accusative ουρανή (ouraní) ουρανιά (ouraniá) ουρανί (ouraní) ουρανιούς (ouranioús) ουρανιές (ouraniés) ουρανιά (ouraniá)
vocative ουρανή (ouraní) ουρανιά (ouraniá) ουρανί (ouraní) ουρανιοί (ouranioí) ουρανιές (ouraniés) ουρανιά (ouraniá)

Synonyms

[edit]
[edit]