Jump to content

ορμητικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /oɾ.mi.tiˈko.ti.ta/
  • Hyphenation: ορ‧μη‧τι‧κό‧τη‧τα

Noun

[edit]

ορμητικότητα (ormitikótitaf (plural ορμητικότητες)

  1. impetuosity, momentum
  2. rush

Declension

[edit]
Declension of ορμητικότητα
singular plural
nominative ορμητικότητα (ormitikótita) ορμητικότητες (ormitikótites)
genitive ορμητικότητας (ormitikótitas) ορμητικοτήτων (ormitikotíton)
accusative ορμητικότητα (ormitikótita) ορμητικότητες (ormitikótites)
vocative ορμητικότητα (ormitikótita) ορμητικότητες (ormitikótites)
  • Usually in the singular.
[edit]