Jump to content

οπλοποιία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

οπλοποιία (oplopoiíaf (plural οπλοποιίες, masculine οπλοποιός)

  1. gunsmith

Declension

[edit]
singular plural
nominative οπλοποιία (oplopoiía) οπλοποιίες (oplopoiíes)
genitive οπλοποιίας (oplopoiías) -
accusative οπλοποιία (oplopoiía) οπλοποιίες (oplopoiíes)
vocative οπλοποιία (oplopoiía) οπλοποιίες (oplopoiíes)

Synonyms

[edit]
[edit]