Jump to content

οπερατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Italian opera.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /opeɾatiˈkos/
  • Hyphenation: ο‧πε‧ρα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

οπερατικός (operatikósm (feminine οπερατική, neuter οπερατικό)

  1. (music) opera-, operatic
    οπερατική φωνήoperatikí foníoperatic voice
    οπερατικός τενόροςoperatikós tenórosoperatic tenor

Declension

[edit]
Declension of οπερατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οπερατικός (operatikós) οπερατική (operatikí) οπερατικό (operatikó) οπερατικοί (operatikoí) οπερατικές (operatikés) οπερατικά (operatiká)
genitive οπερατικού (operatikoú) οπερατικής (operatikís) οπερατικού (operatikoú) οπερατικών (operatikón) οπερατικών (operatikón) οπερατικών (operatikón)
accusative οπερατικό (operatikó) οπερατική (operatikí) οπερατικό (operatikó) οπερατικούς (operatikoús) οπερατικές (operatikés) οπερατικά (operatiká)
vocative οπερατικέ (operatiké) οπερατική (operatikí) οπερατικό (operatikó) οπερατικοί (operatikoí) οπερατικές (operatikés) οπερατικά (operatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οπερατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οπερατικός, etc.)

[edit]