Jump to content

οξύς

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ὀξύς

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ὀξύς (oxús).

Adjective

[edit]

οξύς (oxýsm (feminine οξεία, neuter οξύ)

  1. sharp, acute, acid, shrill, pointed

Declension

[edit]
Declension of οξύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οξύς (oxýs) οξεία (oxeía) οξύ (oxý) οξείς (oxeís) οξείες (oxeíes) οξέα (oxéa)
genitive οξέος (oxéos)
οξύ (oxý)
οξείας (oxeías) οξύ (oxý)
οξέος (oxéos)
οξέων (oxéon) οξειών (oxeión) οξέων (oxéon)
accusative οξύ (oxý) οξεία (oxeía) οξύ (oxý) οξείς (oxeís) οξείες (oxeíes) οξέα (oxéa)
vocative οξύ (oxý) οξεία (oxeía) οξύ (oxý) οξείς (oxeís) οξείες (oxeíes) οξέα (oxéa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οξύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οξύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οξύτερος (oxýteros) οξύτερη (oxýteri) οξύτερο (oxýtero) οξύτεροι (oxýteroi) οξύτερες (oxýteres) οξύτερα (oxýtera)
genitive οξύτερου (oxýterou) οξύτερης (oxýteris) οξύτερου (oxýterou) οξύτερων (oxýteron) οξύτερων (oxýteron) οξύτερων (oxýteron)
accusative οξύτερο (oxýtero) οξύτερη (oxýteri) οξύτερο (oxýtero) οξύτερους (oxýterous) οξύτερες (oxýteres) οξύτερα (oxýtera)
vocative οξύτερε (oxýtere) οξύτερη (oxýteri) οξύτερο (oxýtero) οξύτεροι (oxýteroi) οξύτερες (oxýteres) οξύτερα (oxýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο οξύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οξύτατος (oxýtatos) οξύτατη (oxýtati) οξύτατο (oxýtato) οξύτατοι (oxýtatoi) οξύτατες (oxýtates) οξύτατα (oxýtata)
genitive οξύτατου (oxýtatou) οξύτατης (oxýtatis) οξύτατου (oxýtatou) οξύτατων (oxýtaton) οξύτατων (oxýtaton) οξύτατων (oxýtaton)
accusative οξύτατο (oxýtato) οξύτατη (oxýtati) οξύτατο (oxýtato) οξύτατους (oxýtatous) οξύτατες (oxýtates) οξύτατα (oxýtata)
vocative οξύτατε (oxýtate) οξύτατη (oxýtati) οξύτατο (oxýtato) οξύτατοι (oxýtatoi) οξύτατες (oxýtates) οξύτατα (oxýtata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
  • see: οξύ n (oxý, acid)