οξυγονοκολλήτρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]οξυγονοκολλήτρια • (oxygonokollítria) f (plural οξυγονοκολλήτριες, masculine οξυγονοκολλητής)
- (engineering) welder, especially oxyacetylene welder
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οξυγονοκολλήτρια (oxygonokollítria) | οξυγονοκολλήτριες (oxygonokollítries) |
genitive | οξυγονοκολλήτριας (oxygonokollítrias) | οξυγονοκολλητριών (oxygonokollitrión) |
accusative | οξυγονοκολλήτρια (oxygonokollítria) | οξυγονοκολλήτριες (oxygonokollítries) |
vocative | οξυγονοκολλήτρια (oxygonokollítria) | οξυγονοκολλήτριες (oxygonokollítries) |
Related terms
[edit]- see: οξυγονοκολλώ (oxygonokolló, “to weld”)