Jump to content

οξυγονοκολλητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

οξυγονοκολλητής (oxygonokollitísm (plural οξυγονοκολλητές, feminine οξυγονοκολλήτρια)

  1. (engineering) welder, especially oxyacetylene welder

Declension

[edit]
singular plural
nominative οξυγονοκολλητής (oxygonokollitís) οξυγονοκολλητές (oxygonokollités)
genitive οξυγονοκολλητή (oxygonokollití) οξυγονοκολλητών (oxygonokollitón)
accusative οξυγονοκολλητή (oxygonokollití) οξυγονοκολλητές (oxygonokollités)
vocative οξυγονοκολλητή (oxygonokollití) οξυγονοκολλητές (oxygonokollités)
[edit]