Jump to content

ομοιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ομοιότητα (omoiótitaf (plural ομοιότητες)

  1. similarity
    Antonym: ανομοιότητα (anomoiótita)

Declension

[edit]
Declension of ομοιότητα
singular plural
nominative ομοιότητα (omoiótita) ομοιότητες (omoiótites)
genitive ομοιότητας (omoiótitas) ομοιοτήτων (omoiotíton)
accusative ομοιότητα (omoiótita) ομοιότητες (omoiótites)
vocative ομοιότητα (omoiótita) ομοιότητες (omoiótites)
[edit]