Jump to content

ανομοιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανομοιότητα (anomoiótitaf (plural ανομοιότητες)

  1. dissimilarity, difference
    Antonym: ομοιότητα (omoiótita)

Declension

[edit]
Declension of ανομοιότητα
singular plural
nominative ανομοιότητα (anomoiótita) ανομοιότητες (anomoiótites)
genitive ανομοιότητας (anomoiótitas) ανομοιοτήτων (anomoiotíton)
accusative ανομοιότητα (anomoiótita) ανομοιότητες (anomoiótites)
vocative ανομοιότητα (anomoiótita) ανομοιότητες (anomoiótites)
[edit]