Jump to content

ομαδοποιημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /o.ma.ðo.pi.iˈme.nos/
  • Hyphenation: ο‧μα‧δο‧ποι‧η‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ομαδοποιημένος (omadopoiiménosm (feminine ομαδοποιημένη, neuter ομαδοποιημένο)

  1. passive perfect participle of ομαδοποιώ (omadopoió): grouped

Declension

[edit]
Declension of ομαδοποιημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ομαδοποιημένος (omadopoiiménos) ομαδοποιημένη (omadopoiiméni) ομαδοποιημένο (omadopoiiméno) ομαδοποιημένοι (omadopoiiménoi) ομαδοποιημένες (omadopoiiménes) ομαδοποιημένα (omadopoiiména)
genitive ομαδοποιημένου (omadopoiiménou) ομαδοποιημένης (omadopoiiménis) ομαδοποιημένου (omadopoiiménou) ομαδοποιημένων (omadopoiiménon) ομαδοποιημένων (omadopoiiménon) ομαδοποιημένων (omadopoiiménon)
accusative ομαδοποιημένο (omadopoiiméno) ομαδοποιημένη (omadopoiiméni) ομαδοποιημένο (omadopoiiméno) ομαδοποιημένους (omadopoiiménous) ομαδοποιημένες (omadopoiiménes) ομαδοποιημένα (omadopoiiména)
vocative ομαδοποιημένε (omadopoiiméne) ομαδοποιημένη (omadopoiiméni) ομαδοποιημένο (omadopoiiméno) ομαδοποιημένοι (omadopoiiménoi) ομαδοποιημένες (omadopoiiménes) ομαδοποιημένα (omadopoiiména)