ομαδοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ομάδ(α) (omád(a), “group”) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi), a loose calque of French groupement.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ομαδοποίηση • (omadopoíisi) f (plural ομαδοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομαδοποίηση (omadopoíisi) | ομαδοποιήσεις (omadopoiíseis) |
genitive | ομαδοποίησης (omadopoíisis) | ομαδοποιήσεων (omadopoiíseon) |
accusative | ομαδοποίηση (omadopoíisi) | ομαδοποιήσεις (omadopoiíseis) |
vocative | ομαδοποίηση (omadopoíisi) | ομαδοποιήσεις (omadopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ομαδοποιήσεως (omadopoiíseos)
Related terms
[edit]- ομαδοποιώ (omadopoió)
References
[edit]- ^ ομαδοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language