Jump to content

ολόχαρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ολόχαρος (olócharosm (feminine ολόχαρη, neuter ολόχαρο)

  1. full of joy

Declension

[edit]
Declension of ολόχαρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολόχαρος (olócharos) ολόχαρη (olóchari) ολόχαρο (olócharo) ολόχαροι (olócharoi) ολόχαρες (olóchares) ολόχαρα (olóchara)
genitive ολόχαρου (olócharou) ολόχαρης (olócharis) ολόχαρου (olócharou) ολόχαρων (olócharon) ολόχαρων (olócharon) ολόχαρων (olócharon)
accusative ολόχαρο (olócharo) ολόχαρη (olóchari) ολόχαρο (olócharo) ολόχαρους (olócharous) ολόχαρες (olóchares) ολόχαρα (olóchara)
vocative ολόχαρε (olóchare) ολόχαρη (olóchari) ολόχαρο (olócharo) ολόχαροι (olócharoi) ολόχαρες (olóchares) ολόχαρα (olóchara)
[edit]