Jump to content

ολομέλεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ολομέλεια (oloméleiaf (plural ολομέλειες)

  1. plenary session, plenum

Declension

[edit]
Declension of ολομέλεια
singular plural
nominative ολομέλεια (oloméleia) ολομέλειες (oloméleies)
genitive ολομέλειας (oloméleias) ολομελειών (olomeleión)
accusative ολομέλεια (oloméleia) ολομέλειες (oloméleies)
vocative ολομέλεια (oloméleia) ολομέλειες (oloméleies)
[edit]