Jump to content

ολομελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ολομελής (olomelísm (feminine ολομελής, neuter ολομελές)

  1. (rare) plenary

Declension

[edit]
Declension of ολομελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολομελής (olomelís) ολομελής (olomelís) ολομελές (olomelés) ολομελείς (olomeleís) ολομελείς (olomeleís) ολομελή (olomelí)
genitive ολομελούς (olomeloús)
ολομελή (olomelí)
ολομελούς (olomeloús) ολομελούς (olomeloús) ολομελών (olomelón) ολομελών (olomelón) ολομελών (olomelón)
accusative ολομελή (olomelí) ολομελή (olomelí) ολομελές (olomelés) ολομελείς (olomeleís) ολομελείς (olomeleís) ολομελή (olomelí)
vocative ολομελή (olomelí)
ολομελής (olomelís)
ολομελής (olomelís) ολομελές (olomelés) ολομελείς (olomeleís) ολομελείς (olomeleís) ολομελή (olomelí)