Jump to content

ολοκαίνουριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From ολο- (olo-) +‎ καινούριος (kainoúrios).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /o.loˈce.nuɾ.ʝos/
  • Hyphenation: ο‧λο‧καί‧νου‧ριος

Adjective

[edit]

ολοκαίνουριος (olokaínouriosm (feminine ολοκαίνουρια, neuter ολοκαίνουριο)

  1. brand new

Declension

[edit]
Declension of ολοκαίνουριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολοκαίνουριος (olokaínourios) ολοκαίνουρια (olokaínouria) ολοκαίνουριο (olokaínourio) ολοκαίνουριοι (olokaínourioi) ολοκαίνουριες (olokaínouries) ολοκαίνουρια (olokaínouria)
genitive ολοκαίνουριου (olokaínouriou) ολοκαίνουριας (olokaínourias) ολοκαίνουριου (olokaínouriou) ολοκαίνουριων (olokaínourion) ολοκαίνουριων (olokaínourion) ολοκαίνουριων (olokaínourion)
accusative ολοκαίνουριο (olokaínourio) ολοκαίνουρια (olokaínouria) ολοκαίνουριο (olokaínourio) ολοκαίνουριους (olokaínourious) ολοκαίνουριες (olokaínouries) ολοκαίνουρια (olokaínouria)
vocative ολοκαίνουριε (olokaínourie) ολοκαίνουρια (olokaínouria) ολοκαίνουριο (olokaínourio) ολοκαίνουριοι (olokaínourioi) ολοκαίνουριες (olokaínouries) ολοκαίνουρια (olokaínouria)

References

[edit]
  1. ^ ολοκαίνουριος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language