Jump to content

ολοκαίνουργος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ολοκαίνουργος (olokaínourgosm (feminine ολοκαίνουργα, neuter ολοκαίνουργο)

  1. Alternative form of ολοκαίνουριος (olokaínourios)

Declension

[edit]
Declension of ολοκαίνουργος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολοκαίνουργος (olokaínourgos) ολοκαίνουργα (olokaínourga) ολοκαίνουργο (olokaínourgo) ολοκαίνουργοι (olokaínourgoi) ολοκαίνουργες (olokaínourges) ολοκαίνουργα (olokaínourga)
genitive ολοκαίνουργου (olokaínourgou) ολοκαίνουργας (olokaínourgas) ολοκαίνουργου (olokaínourgou) ολοκαίνουργων (olokaínourgon) ολοκαίνουργων (olokaínourgon) ολοκαίνουργων (olokaínourgon)
accusative ολοκαίνουργο (olokaínourgo) ολοκαίνουργα (olokaínourga) ολοκαίνουργο (olokaínourgo) ολοκαίνουργους (olokaínourgous) ολοκαίνουργες (olokaínourges) ολοκαίνουργα (olokaínourga)
vocative ολοκαίνουργε (olokaínourge) ολοκαίνουργα (olokaínourga) ολοκαίνουργο (olokaínourgo) ολοκαίνουργοι (olokaínourgoi) ολοκαίνουργες (olokaínourges) ολοκαίνουργα (olokaínourga)