Jump to content

οικοδομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Hellenistic Koine Greek οἰκοδομῐκός (suitable for building), from ancient sense “capable to build”.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ikoðomiˈkos/
  • Hyphenation: οι‧κο‧δο‧μι‧κός

Adjective

[edit]

οικοδομικός (oikodomikósm (feminine οικοδομική, neuter οικοδομικό)

  1. (construction, architecture) building, construction (relating to buildings, their design or their construction)

Declension

[edit]
Declension of οικοδομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικοδομικός (oikodomikós) οικοδομική (oikodomikí) οικοδομικό (oikodomikó) οικοδομικοί (oikodomikoí) οικοδομικές (oikodomikés) οικοδομικά (oikodomiká)
genitive οικοδομικού (oikodomikoú) οικοδομικής (oikodomikís) οικοδομικού (oikodomikoú) οικοδομικών (oikodomikón) οικοδομικών (oikodomikón) οικοδομικών (oikodomikón)
accusative οικοδομικό (oikodomikó) οικοδομική (oikodomikí) οικοδομικό (oikodomikó) οικοδομικούς (oikodomikoús) οικοδομικές (oikodomikés) οικοδομικά (oikodomiká)
vocative οικοδομικέ (oikodomiké) οικοδομική (oikodomikí) οικοδομικό (oikodomikó) οικοδομικοί (oikodomikoí) οικοδομικές (oikodomikés) οικοδομικά (oikodomiká)

Derived terms

[edit]
[edit]