Jump to content

οικογενειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

οικογενειακός (oikogeneiakósm (feminine οικογενειακή, neuter οικογενειακό)

  1. family, familial
    οικογενειακός γιατρόςoikogeneiakós giatrósfamily doctor

Declension

[edit]
Declension of οικογενειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικογενειακός (oikogeneiakós) οικογενειακή (oikogeneiakí) οικογενειακό (oikogeneiakó) οικογενειακοί (oikogeneiakoí) οικογενειακές (oikogeneiakés) οικογενειακά (oikogeneiaká)
genitive οικογενειακού (oikogeneiakoú) οικογενειακής (oikogeneiakís) οικογενειακού (oikogeneiakoú) οικογενειακών (oikogeneiakón) οικογενειακών (oikogeneiakón) οικογενειακών (oikogeneiakón)
accusative οικογενειακό (oikogeneiakó) οικογενειακή (oikogeneiakí) οικογενειακό (oikogeneiakó) οικογενειακούς (oikogeneiakoús) οικογενειακές (oikogeneiakés) οικογενειακά (oikogeneiaká)
vocative οικογενειακέ (oikogeneiaké) οικογενειακή (oikogeneiakí) οικογενειακό (oikogeneiakó) οικογενειακοί (oikogeneiakoí) οικογενειακές (oikogeneiakés) οικογενειακά (oikogeneiaká)
[edit]