Jump to content

ξιφίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ξιφίδιο (xifídion (plural ξιφίδια)

  1. dagger

Declension

[edit]
Declension of ξιφίδιο
singular plural
nominative ξιφίδιο (xifídio) ξιφίδια (xifídia)
genitive ξιφιδίου (xifidíou)
ξιφίδιου (xifídiou)
ξιφιδίων (xifidíon)
accusative ξιφίδιο (xifídio) ξιφίδια (xifídia)
vocative ξιφίδιο (xifídio) ξιφίδια (xifídia)
[edit]